- πτεροποιοῦσι
- πτεροποιέωpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)πτεροποιέωpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτεροποιώ — έω, ΜΑ 1. πτεροφυώ 2. μτφ. ενθαρρύνω ή εμψυχώνω («πτεροποιοῡσι... αἱ θεῑαι γραφαὶ τοὺς πιστούς, τῷ πόθῳ τῶν οὐρανίων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ)] … Dictionary of Greek